- χοοπότης
- χοο-πότης, ὁ, der ein ganzes Maß trinkt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] … Dictionary of Greek
χοοπότῃ — χοοπότης one who drinks whole masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)